διασπάθιση

διασπάθιση
[-ις (-εως)] η растрачивание, проматывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διασπάθιση" в других словарях:

  • διασπάθιση — η η σπατάλη, το απερίσκεπτο σκόρπισμα χρημάτων: Η διασπάθιση της περιουσίας του έγινε από την ίδια του τη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασπάθιση — η [διασπαθίζω] 1. διασκόρπιση 2. κατασπατάληση …   Dictionary of Greek

  • διασκόρπιση — η (Α διασκόρπισις, εως) 1. το να διασκορπίζει κανείς κάτι 2. σπατάλη, διασπάθιση …   Dictionary of Greek

  • διασπάθηση — η βλ. διασπάθιση …   Dictionary of Greek

  • διασπαθισμός — ο 1. η διασπάθιση 2. το πλήγμα με σπαθί, η σπαθιά …   Dictionary of Greek

  • εξανέμισμα — και ξανέμισμα, το (Μ ἐξανέμισμα και ξανέμισμα) [εξανεμίζω] νεοελλ. (για χρήματα κ.λπ.) κατασπατάληση, διασπάθιση, καταξόδεμα μσν. πορδή …   Dictionary of Greek

  • κατασώτευση — η κατασπατάληση, διασπάθιση, εξανέμιση τής περιουσίας σε ασωτείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασωτεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. κατασώτευσις, μαρτυρείται από το 1898] …   Dictionary of Greek

  • σπάθησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [σπαθῶ] μσν. διασπάθιση, σπατάλη αρχ. το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό …   Dictionary of Greek

  • σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»